- φιλολογώ
- φιλολογῶ, -έω, ΝΑ [φιλόλογος]νεοελλ.1. ασχολούμαι με τη φιλολογία, ιδίως την κλασική2. ασχολούμαι με τη λογοτεχνία, κυρίως ερασιτεχνικάαρχ.1. μού αρέσει να ασχολούμαι με τα γράμματα, με τη μάθηση2. μελετώ τους συγγραφείς3. (το ουδ. πληθ. τής μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) τὰ φιλολογηθέντααυτά που χρησίμευσαν ως υπόθεση σοβαρής συζήτησης.
Dictionary of Greek. 2013.